-
1 παλαμη
1) ладонь, рукаἔγχος, ὅ οἱ παλάμηφιν ἀρήρει Hom. — копье, которое было ему по руке;
παθέειν ὑπ΄ Ἄρηος παλαμάων Hom. — пострадать от Ареевых дланей2) решительное действие, ударπαλάμαν ῥέζειν Soph. — наносить удар
3) искусство, мастерство или мощь, сила(θεῶν παλάμαι Pind.)
4) ловкость, хитрость(παλάμᾳ τινὴ τὰν ἀρχὰν ἑλεῖν Aesch.)
5) орудиеπ. πυριγενής Eur. = ξίφος
-
2 ἐπ-αΐσσω
ἐπ-αΐσσω, att. ἐπᾴσσω, ἐπᾴττω, darauf los-, anstürmen, vom Angriff in der Schlacht, μελίῃσι, ἔγχει u. ä., Il. 10, 348 Od. 14, 281; vom Winde, Il. 2, 146; Pind. I. 3, 24; vom Blut, Empedocl. 254; von einer Krankheit, Nic. Al. 611. – Ἕκτορα, auf den Hektor losstürmen, Il. 23, 64, wie τεῖχος 12, 308; αὖϑις ἐς δόμους πάλιν Soph. Ai. 298; τινός, ἵππων, νεῶν, gegen die Schiffe, Il. 5, 263. 13, 687; τινί, Κίρκῃ, μοι, Od. 10, 295. 322. 14, 281; δηΐοισι Ap. Rh. 1, 75. – Uebh. schnell bewegen, πᾶ πόδ' ἐπᾴξας; wohin forteilend, Eur. Hec. 1071; so ξίφος παλάμῃ, schwingen, Ap. Rh. 1, 1254. Dah. med. sich schnell bewegen, χεῖρες ὤμων, an den Schultern, Il. 23, 628; ἄεϑλον, auf den Kampfpreis losstürzen, 23, 773; ὁδοῖο Arat. 1138. In Prosa selten, ὀξύτερον ἐπᾴξασα Plat. Theaet. 190 a; Arist. H. A. 9, 44.
-
3 ἐπαΐσσω
ἐπ-αΐσσω, darauf los-, anstürmen (vom Angriff in der Schlacht); vom Winde; vom Blut; von einer Krankheit; Ἕκτορα, auf den Hektor losstürmen; τινός, ἵππων, νεῶν, gegen die Schiffe. Übh. schnell bewegen, πᾶ πόδ' ἐπᾴξας; wohin forteilend; so ξίφος παλάμῃ, schwingen; sich schnell bewegen, χεῖρες ὤμων, an den Schultern; ἄεϑλον, auf den Kampfpreis losstürzen
См. также в других словарях:
παλάμη — (I) και απαλάμη, η (ΑΜ παλάμη) 1. η εσωτερική επιφάνεια τού χεριού ανάμεσα στον καρπό και στα δάχτυλα, η χούφτα ή φούχτα 2. το χέρι («παλάμη δ ἔχε χάλκεον ἔγχος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. μονάδα μήκους ίση με το 1/10 τού μέτρου, μονάδα επιφάνειας ίση… … Dictionary of Greek
πρηνισμός — ο, ΝΑ [πρηνίζω] νεοελλ. 1. στροφική κίνηση τού αντιβραχίου κατά την οποία το άκρο χέρι περιστρέφεται κατά 180° από έξω προς τα μέσα οδηγώντας τον αντίχειρα προς τα μέσα και την παλάμη προς τα κάτω 2. (στην απλομαχητική) α) η ρίψη ολόκληρου τού… … Dictionary of Greek